ακουρασιά

ακουρασιά
η неутомимость

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "ακουρασιά" в других словарях:

  • ακουρασιά — η το να ναι κανείς ακούραστος, αβάρετος: Την ακουρασιά αυτού του ανθρώπου δεν την ξανάδα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ακουρασιά — η το να μην αισθάνεται κανείς κούραση. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερητ. + κούραση] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»